- καθαρτήρ
- κᾰθαρ-τήρ, ῆρος, ὁ,= καθαρτής, Man. 4.251; a name given to ὄροβος at Tralles, Plu.2.302b.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καθαρτῆρα — καθαρτήρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρτῆρας — καθαρτήρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρτῆρες — καθαρτήρ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρτήρας — ο (Α καθαρτήρ) [καθαίρω] νεοελλ. όργανο για καθαρισμό, κυρίως ο σχοινοκαθαριστήρας στην άκρη τού οποίου είναι προσδεδεμένο στουπί για τον καθαρισμό τής κάννης τών όπλων αρχ. αυτός που εξαγνίζει, καθαρτής … Dictionary of Greek
καθαρτήριος — α, ο (AM καθαρτήριος, ον) [καθαρτήρ] αυτός που γίνεται για εξαγνισμό, αυτός που προκαλεί καθαρμό («καθαρτήριοι θυσίαι», Δίον. Αλ.) νεοελλ. μσν. το ουδ. ως ουσ. (κατά τη διδασκαλία τής Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας) το καθαρτήριο(ν) ο τόπος όπου… … Dictionary of Greek